Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017


ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ ΣΕΡΡΩΝ






( Απόσπασμα από το Βιβλίο " Η Ιστορία των Κερδυλλίων" Γεωργίου Κ. Κυρμελή) 

4.1.2 ΤΟ ΝΤΡΙΓΑΝΙΤΣ᾽ 

(Ἀπό τό σλαβικό drago, ἀξιοθαύμαστο, ὡραῖο. Ἡ τοποθεσία ἀναφέρεται ἀπό τούς Βυζαντινούς
ὡς Δραγάνα. Ἄν καί ἀφημένο θαυμάσιο, τότε με την ὀργιώδη βλάστηση ἦταν θαυμασιώτερο.)
 




         Ἄνοιξη στίς δόξες της . Κατηφορίζοντας ἀπ’ τούς Ἁγίους Θεοδώρους γιά τή βρύση μέ τρελαίνουν τ· ἀηδόνια πού θέλουν παρέα. Πένθιμο τό κελάηδημά τους στήν ἀπάνθρωπη αὐτή ἐρημιά κι ἐγκατάλειψη. Σταματῶ κι αὐκριέμι. -Τό ἄθλιο! τώρα κάνει κλιτό καί σέ λίγο παραχορδή. Μεγάλος τεχνίτης, ἄφθαστος. « Σέ φουντωμένο δένδρου κλωνάρι, κάθεται σπίνος καί κελαηδεῖ». Ὅλα τραγουδοῦν ἐδῶ πάνω τραγούδια κερδυλλιώτικα. «Πιδικλώνουμι» στίς πέτρες, τί δρόμος-ἔλεος!- «κόμα λίγου νά πέσου». Πάνω καί κάτω ἀπ’ τό δρόμο τεράστια καραγάτσια. Φυσικά· δέν ὑπάρχει κανείς νά κόψει τά κλαδιά τους γιά τά σπιτίσια γίδια-ἡ καλύτερη τροφή τους. Δίπλα τεράστιες καρυδιές καί πλῆθος κερασιές. Ἔρριξαν τά ἄνθη τους καί εἶναι καταπράσινες. Ὅλα καταπράσινα γύρω μου. ‘H ζωή στό τρελό μεθύσι της. Ὑψωμένα τά κλαδιά τους μέ παρακαλοῦν νά ξανάρθω, ἔστω καί ξένος, ἀφοῦ τούς ξέχασαν οἱ συγγενεῖς!. Δίπλα σ᾽ ἕνα κέδρο-γεμάτο κουκούτσια- ἕνα ἴχνος τοίχου καί πλάκες γύρω. Τί νά ὑπῆρχε ἐδῶ; Καμιά βρυσούδα, ἴσως. Ναι, ἀπό πάμπολλα χρόνια ξερή. Συνεχίζω καί φθάνω τελικά. Μιά γροθιά στό στομάχι. Φριχτός ὁδρόμος, πιό φριχτό τό θέαμα τῆς βρύσης.Ἕνα «σιουλνάρ᾽ » μέ μιά σταλιά, τί σταλιά, πολλές σταγόνες, στά σαπισμένα λιμνάζοντα νερά του, καί γύρω λάσπη, λάσπη, Θεέ μου, θάνατος, ἐνῶ γύρω σφύζει ἡ ζωή.

Δυό βρυσοῦλες στίς καινούργιες στέρνες μουρμουρίζουν κι αὐτές πένθιμα, ἐξαίσιο κάποτε νερό. Τόν ἦχο τους ἀκοῦνε μόνο τά σαπισμένα κι ἐδῶ νερά . Ἕνας χριστιανός δέ βρέθηκε νά μαζέψει, νά κάνει μιά ἀρχαιότροπη βρύση, νά τιμήσει κι ὡραΐσει τόν τόπο, τόν τόσο ὄμορφο! Βλέπω μέ τή φαντασία μου τίς Κερδυλλιώτισσες γυναῖκες πρωί-πρωί νά τρέχουν νά πιάσουν τόπο νά πλύνουν τά βαρειά κι ἀσήκωτα ὑφαντά, τίς κάπες κ.λ.π. Κι ἀκούω τόν κόπανο 
γκάπ-γκούπ..’Εδῶ τό ἀπόγευμα κατηφόριζαν Κερδυλλιώτισσες μέ
τίς στάμνες καί τά μπαρντάκιανά πάρουν νερό καί, ἐπειδή δέν 
εἶδαν εκεῖνον πού περίμεναν, ξαναέρχονταν. «Τί βρέ κουρτσούδιμ·
τώρα ἔφερις νιρό, πάλι θά ξαναπᾶς; θά κουραστεῖς». Μά ποῦ νά 
κουραστεῖ ἡ Βανθία! Τώρα, ὑπολόγιζε, θά εἶνι κεῖ. Καί ἦταν. Καί 
ἄλλαζαν μιά γλυκειά ματιά, αὐτό μόνο. Μιά φορά πού πέρασε πολύ 
κοντά του, ἐκεῖνος τῆς ψιθύρισε: « Πάεινι κι νά βγεῖς στού μπαλκόν’ 
θά πιράσου νά σύ διῶ». Κι ἡ Βανθία κατουρημένη ἀπ’ τή χαρά ἔτρεχε 
κι ἔβγινι κι ξαναέβγινι στό μπαλκόνι. Ἐδῶ λοιπόν ἦταν τό νυφοπά
ζαρο. Καί στήν Πελέκα βέβαια. Ἀλλά ἐκεῖ ἦταν κάπως μακρυά γιά
τούς ἀνθρώπους πού κάθονταν στό Μεσοχώρι.

Ἐκεῖ πήγαιναν ἄλλες, ἀπ’ τούν ἀπάν τού μαχαλᾶ Τά ἴδια καί κεῖ. Ἐκεῖ ἡ ἀνοιχτή ἀτμόσφαιρα κι ὁ καθαρότερος ἀέρας ἔδινε πιό δύναμη καί θάρρος. Ἐκεῖ ξεθαρρεύονταν λίγο περισσότερο. Κι οἱ χαρούμενες φωνές ἀκούγονταν μέχρι τό καφενεῖο τοῦ Ματσίκη καί τοῦ Μιχούδη. Χαλασμός πολλές φορές, προπάντων τήν παραμονή τοῦ Ἁηγιάνν’ τοῦ Κλύδωνα -24 Ἰουνίου- πού ἄναφταν φωτιές καί πηδοῦσαν. Τώρα ἐδῶ στό Ντριγανίτσ᾽ δέν ἀκούγεται καμιά φωνή. Ἄν καταφέρει κανείς νά πηδήσει στό βάθος τοῦ χρόνου, θ᾽ ἀκούσει λίγες ψαλμωδίες ἀπ’ τούς Ἁγίους Θεοδώρους, ἤ μερικές τσιρίδες ἀπ’ τά κλάμματα τῶν συγγενῶν πού ἀποχαιρετοῦν τό νεκρό τους στό νεκροταφεῖο. Ἀλήθεια ποῦ εἶναι τό νεκροταφεῖο; Στίς ἀπέναντι πλαγιές, «που κάτ᾽ ἀπ’ τσ᾽ ἅγιοι Θόδουρι», ἦταν, λέει, ἀμπέλια. Τώρα γεμάτα πουρνάρια καί παλιούργια. Εὐτυχῶς λιγόστεψαν τά γίδια καί πρόλαβαν νά πρασινίσουν. Μέ πιασμένη τήν ἐλαφρωμένη-παρά ταῦτα-ψυχή ἀνηφορίζω....  


Άγιοι Θεόδωροι Παλαιών Άνω Μαρτυρικών Κερδυλλίων